- ἀντιθέσεως
- ἀντιθέσεω̆ς , ἀντίθεσιςoppositionfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναντίθετος — ἀναντίθετος, ον (Α) 1. ο αναντίρρητος* 2. αυτός που δεν έχει το αντίθετο του, που δεν μπορεί να βρεθεί σε σχέση αντιθέσεως με κάτι άλλο … Dictionary of Greek
αυτάρ — αὐτάρ (σύνδ. επικ. αντί του ἀτάρ) (Α) 1. (επί αντιθέσεως) αλλά, όμως, αλλά όμως 2. κατ αντίθεση προς το μεν 3. εντούτοις, ωστόσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αύτε*, με τη σημασία «εξάλλου» + αρ, επικ. τ. του άρα*. Στη χρήση συμπίπτει με το ατάρ*, όπου πιθ.… … Dictionary of Greek
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия